Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῷ παϑήματι

См. также в других словарях:

  • παθήματι — πάθημα that which befalls one neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επέξειμι — ἐπέξειμι (Α) [έξειμι] 1. κάνω επιδρομή εναντίον τού εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.) 2. ξεφεύγω 3. παίρνω εκδίκηση 4. κάνω μήνυση («ὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.) 5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • παθήμαθ' — παθήματα , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc pl παθήματι , πάθημα that which befalls one neut dat sg παθήματε , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθήματ' — παθήματα , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc pl παθήματι , πάθημα that which befalls one neut dat sg παθήματε , πάθημα that which befalls one neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»